ραβίνος

ραβίνος
ο
θρησκευτικός λειτουργός ισραηλιτικής κοινότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος …   Dictionary of Greek

  • γιαραμπής — και γεραμπής, ο (ειρωνικά ή με προσποιητή μεμψιμοιρία) ο Αλλάχ, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < (τουρκ. επιφών.) ya rabbi «Θεέ μου» < (εβρ.) rabb «δάσκαλος» (πρβλ. και ραβίνος)] …   Dictionary of Greek

  • ραββίνος — και ραβίνος, ο, Ν 1. θρησκευτικός λειτουργός, ιεράρχης τών Εβραίων 2. φρ. «μέγας ραββίνος» ο προϊστάμενος τών ραββίνων μιας περιοχής ή χώρας, ο αρχιραββίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rabbino < εβρ. rabb «δάσκαλος»] …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

  • Χάινε, Χάινριχ — (Heine, Ντίσελντορφ 1797 Παρίσι 1856). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στη Βόνη και έζησε μέσα στο ρομαντικό κλίμα. Ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ ήταν δάσκαλος και σύμβουλός του. Αλλά ήδη από το νεανικό του έργο Ο ρομαντισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”